ΕΚΡΗΞΕΙΣ ΘΥΜΟΥ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ (TANTRUMS)
29 Sunday Apr 2018
Posted Uncategorized
in29 Sunday Apr 2018
Posted Uncategorized
in29 Sunday Apr 2018
Posted Uncategorized
in
Ένα μικρό face lift σε αυτά που λέμε καθημερινά στα παιδιά μας μπορεί να τους δώσει το κίνητρο να είναι πιο συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και να μας απαλλάξουν από συνεχείς υπενθυμίσεις που δεν καταλήγουν πουθενά. Όταν την επόμενη φορά, θέλουμε να θυμίσουμε κάτι στο παιδί μας ή να το προτρέψουμε να κάνει κάτι, ας σκεφτούμε τις εκφράσεις που ακολουθούν κι ας μην μπούμε σε παιχνίδια εξουσίας μαζί του- το πιο πιθανό εξάλλου είναι ότι με αυτή τη μέθοδο, εμείς θα χάσουμε. Ας δοκιμάσουμε τη θετική διαπαιδαγώγηση στη θέση των φωνών και της τιμωρίας για να κερδίσουμε τη συμμετοχή των παιδιών και το ζωντανό ενδιαφέρον τους ακόμα και στις άχαρες υποχρεώσεις τους!
1. Αντί να πούμε: «Φεύγουμε τώρα!»
Καλύτερα να πούμε: «Τι σου έχει μείνει ακόμα για να είσαι έτοιμος να φύγουμε;»
Κάνουμε το παιδί πρωταγωνιστή της σκηνής. Ξαφνικά, από κάποιον που πρέπει να υπακούσει στις φωνές μας, τον κάνουμε υπεύθυνο, του δίνουμε αρμοδιότητες και πεδίο δράσης και το πιο πιθανό είναι να συνεργαστεί μαζί μας. Αν προσθέσουμε μάλιστα στο τέλος κι ένα: “μπορώ να βοηθήσω;” τότε δείχνουμε ότι είμαστε μαζί σ’ όλο αυτό και ότι δεν είναι απλά ένα παιχνίδι εξουσίας που κάποιος από τους δυο πρέπει να βγει νικητής!
Καλύτερα να πούμε: «Τι λες να μου το ξαναπείς με την κανονική σου φωνή;»
Έτσι, περνάμε το μήνυμα ότι δεν διαφωνούμε απαραίτητα με αυτό που ζητάει το παιδί μας από εμάς αλλά πως δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε μαζί του και να το ακούσουμε αν χρησιμοποιεί αυτόν τον τόνο. Στόχος μας είναι να καταλάβει το παιδί ότι δεν είναι οι χειριστικές φωνές του που θα μας πείσουν αλλά το περιεχόμενο αυτού που ζητάει ή σκέφτεται.
3. Αντί να πούμε: «Πόσες φορές στο έχω πει!»
Καλύτερα να πούμε: «Μάλλον δεν με άκουσες την πρώτη φορά… Τι λες να στο εξηγήσω ξανά και μετά να το πούμε μια φορά μαζί;»
Αναγνωρίζοντάς του το… τεκμήριο της αθωότητας (ακόμα κι αν γνωρίζετε μέσα σας ό,τι ξέρει αυτό που του έχετε πει και… ξαναπεί αλλά δεν θέλει να συνεργαστεί) του δίνετε μια ακόμα ευκαιρία να σκεφτεί απ’ την αρχή τη στάση του και να βρεθεί στην ίδια σελίδα μαζί σας. Πολλές φορές τα παιδιά θέλουν να κάνουν το σωστό αλλά ο παιδικός εγωισμός δεν τους αφήνει. Ας τους το κάνουμε πιο εύκολο!
4. Αντί να πούμε: «Φάε το φαγητό σου!»
Καλύτερα να πούμε: «Λυπάμαι που δεν σου αρέσει σήμερα το φαγητό μας… Τι μπορούμε να αλλάξουμε για να είναι πιο νόστιμο την άλλη φορά;»
Κι εδώ δείχνουμε ότι δεν είμαστε αντίπαλοι με το παιδί κι ότι δεν θέλουμε να του επιβάλουμε κάτι με το ζόρι αλλά μας ενδιαφέρει και η δική του άποψη και θέλουμε πολύ να την ακούσουμε. Το παιδί αισθάνεται έτσι ότι το σεβόμαστε και είναι πολύ πιθανό να κάνει μια παραχώρηση και να φάει έστω ένα μέρος του φαγητού του ενώ θα σχεδιάζει μαζί σας τι θα μπορούσατε να προσθέσετε ή να αλλάξετε για να γίνει πιο νόστιμο.
5. Αντί να πούμε: «Μάζεψε το δωμάτιό σου! Είναι σκέτη αποθήκη!»
Καλύτερα να πούμε: «Τι θα έλεγες να σε βοηθήσω να μαζέψουμε αυτή τη γωνιά του δωματίου σου;»
Εδώ ακολουθούμε την τακτική του… σαλαμιού. Αντί να προκαλούμε πανικό στο παιδί με το μέγεθος της τακτοποίησης που πρέπει να γίνει, ξεκινάμε με ένα μικρό μέρος πάντα με τη δική του συμμετοχή. Έτσι, δεν του φαίνεται βουνό ενώ μπορεί τακτοποιήσετε σιγά σιγά όλο το δωμάτιο, αφού και ο χρόνος που θα περνάτε μαζί θα του αρέσει αλλά και το αποτέλεσμα, καθώς το δωμάτιο θα ομορφαίνει. Στόχος είναι το παιδί να ‘απομυθοποιήσει’ τη δυσκολία της τακτοποίησης του δωματίου του και να του γίνει σταδιακά ανάγκη, που θα ολοκληρώνει χωρίς τη συμμετοχή σας.
6. Αντί να πούμε: «Πλύνε τα δόντια σου!»
Καλύτερα να πούμε: «Ήρθε η ώρα να πλύνουμε τα δόντια του… (το αγαπημένο του κουκλάκι/ παιχνίδι) και μετά τα δικά μας! »
Καμιά φορά το ξεχνάμε αλλά τα παιδιά τα βλέπουν όλα… παιχνίδι! Αν θέλουμε να τους καταφέρουμε να κάνουν τις υποχρεώσεις τους, αρκεί καμιά φορά να μιλήσουμε στη γλώσσα τους. Εμπλέκοντας και τα αγαπημένα τους κουκλάκια στη διαδικασία του πλυσίματος των δοντιών ή μιας άλλης ‘βαρετής’ για εκείνα υποχρέωσης, βγάζουμε από πάνω της τον καταναγκαστικό χαρακτήρα αλλά κι από εμάς τον ρόλο του μεγάλου που μονίμως θυμίζει… καθήκοντα και τη μεταμορφώνουμε σε μια διασκεδαστική δραστηριότητα. Φιλοδοξώντας να γίνει με τον καιρό το πλύσιμο των δοντιών συνήθεια στο παιδί και να μην χρειάζεται κάθε φορά και η συνδρομή όλων των… φίλων του!
27 Friday Apr 2018
Όποτε είναι δυνατό, μην αναμειγνύεστε. Παρέμβετε μόνο αν υπάρχει κίνδυνος ή σωματικός τραυματισμός. Αν συνεχώς παρεμβαίνετε, μπορεί να δημιουργήσετε άλλα προβλήματα. Τα παιδιά μπορεί να μάθουν να περιμένουν τη βοήθειά σας και να σας περιμένουν να έρθετε να τα σώσετε αντί να μάθουν να διαχειρίζονται τα προβλήματα μόνα τους.
Επίσης υπάρχει το ενδεχόμενο, χωρίς να το θέλετε, να δείχνετε στο ένα παιδί ότι το άλλο είναι πάντα υπό την προστασία σας, πράγμα που θα προκαλούσε ακόμη περισσότερο θυμό. Ομοίως, τα παιδιά που «τη γλυτώνουν» ίσως νιώθουν ότι μπορούν συνεχώς να ξεφεύγουν αφού πάντα τα «σώνει» ένας γονιός.
Αν ανησυχείτε για τη γλώσσα που χρησιμοποιούν ή τους χαρακτηρισμούς, χρειάζεται να εκπαιδεύσετε τα παιδιά στο να εκφράζουν ότι νιώθουν με κατάλληλες λέξεις.
Γενικά, ενθαρρύνετε τα παιδιά να επιλύσουν την κρίση μόνα τους.
Αν ωστόσο παρέμβετε, προσπαθήστε να επιλύσετε τα προβλήματα μαζί με τα παιδιά και όχι αντί για τα παιδιά.
Ας δούμε μερικές χρήσιμες οδηγίες στην περίπτωση που αποφασίσετε να παρέμβετε.
Μείνετε ήρεμοι. Το να παραμένετε ήρεμοι είναι το πιο σημαντικό πράγμα που μπορείτε να κάνετε για να μάθουν τα παιδιά σας να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους.
Τα παιδιά χρειάζονται να νιώθουν ότι οι γονείς τους μπορούν να τα «περιέξουν», να αποτελούν ένα ασφαλές λιμάνι για εκείνα, όταν βιώνουν έντονα συναισθήματα.
Αν μείνετε ήρεμοι και καλμάρετε το παιδί, θα μάθει σταδιακά να παραμένει ήρεμο από μόνο του, πράγμα που αποτελεί και το πρώτο βήμα για να μάθει να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του.
Μην παίρνετε το μέρος κανενός και μην ασχολείστε με το ποιος ξεκίνησε τον καυγά ή ποιος φταίει. Αντιμετωπίστε τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο. Και τα δύο έχουν ευθύνη για τον καυγά.
Αποτελέστε καλό παράδειγμα ευγένειας. Πείτε για παράδειγμα, Ο κανόνας στο σπίτι μας είναι ότι φερόμαστε ο ένας στον άλλο με ευγένεια και σεβασμό. Ακούω φωνές και ξύλο. Αυτό δείχνει ασέβεια και δεν επιτρέπεται. Μπορείτε να τα βρείτε μόνοι σας τώρα ή θέλετε χρόνο για να ηρεμήσετε;
Δημιουργήστε βασικούς κανόνες. Αν σας παρακαλέσουν να συνεχίσουν το παιχνίδι, προειδοποιείστε τα ότι αν χρειαστεί να παρέμβετε ξανά, θα χωριστούν για ένα χρονικό διάστημα «ηρεμίας».
Δείξτε τους τρόπους διαπραγμάτευσης. Τα παιδιά σας θέλουν πραγματικά να παίξουν μαζί, απλά δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν τις συγκρούσεις. Οπότε αν δεν είναι πολύ αναστατωμένα, δείξτε τους κατευθείαν πώς να διαχειριστούν τη σύγκρουση.Αν κάποιο απ’ τα παιδιά είναι πολύ αναστατωμένο για να διαχειριστεί την κατάσταση άμεσα, χωρίστε τα. Είναι καλύτερο αν μπορείτε να ακούσετε κάθε παιδί, παρόντος του άλλου. Αλλά αν το ένα είναι πολύ θυμωμένο και λέει άσχημα πράγματα για το άλλο, καλύτερα να τα χωρίσετε προσωρινά.
Είναι προτιμότερο να μην απομονώνετε το παιδί στο δωμάτιό του για τιμωρία. Αν πρέπει οπωσδήποτε να κρατήσετε ένα παιδί πίσω από μια κλειστή πόρτα, πηγαίνετε μαζί του και συντροφεύστε το στην αναστάτωσή του.
Αν σας παρακαλούν να μείνουν μαζί, μπορείτε να πείτε: «Χρειαζόμαστε όλοι 15 λεπτά για να ηρεμήσουμε. Όταν θυμώνουμε, το σώμα μας προετοιμάζεται για πάλη ή για φυγή οπότε χρειάζεται να αφήνουμε το σώμα μας να ηρεμήσει ώστε να μπορούμε να διαχειριστούμε τα πράγματα. Μετά απ’ αυτό το χρόνο «ηρεμίας». εσείς οι δύο θα μπορέσετε να λύσετε τη διαφορά σας με σεβασμό.»
Αν κάποιο απ’ τα παιδιά έχει χτυπήσει, δείξτε ενσυναίσθηση για το τραύμα του. Για παράδειγμα, πείτε «Ω. αυτό πρέπει να πονάει!», αλλά μην κάνετε κριτική σ’ αυτόν που το προκάλεσε. Αντισταθείτε στην παρόρμηση να επιπλήξετε τον θύτη. Απλά αγνοήστε τον. Αν είστε μόνοι σας με το παιδί που τραυματίστηκε, μπορείτε να του δείξετε ενσυναίσθηση, π.χ. «Σε πλήγωσε και συναισθηματικά και σωματικά. Έχεις θυμώσει αρκετά!»
Αν κάποιο από τα παιδιά είναι τόσο θυμωμένο που δεν μπορεί να κάτσει ήρεμο στο χρονικό διάστημα «ηρεμίας», προτείνετέ του μια εναλλακτική μέθοδο για να διαχειριστεί το θυμό του. Φροντίστε να μην βρίσκεται μπροστά το άλλο παιδί, και πείτε του για παράδειγμα, «Ξέρω ότι είσαι θυμωμένος, αλλά δεν χτυπάμε. Μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτό. Ή να χρησιμοποιήσεις αυτό το μαρκαδόρο και χαρτί για να ζωγραφίσεις μια εικόνα με το πόσο θυμωμένος είσαι. Ή μπορείς να πας στο μπάνιο, να κλείσεις την πόρτα και να φωνάξεις πόσο θυμωμένος είσαι. Ή μπορείς να πετάξεις μαξιλάρια στον καναπέ όσο δυνατά θέλεις. Όμως δεν χτυπάμε ούτε τραυματίζουμε κανέναν.»
Όταν τα παιδιά ηρεμήσουν, καλέστε τα μαζί. Βοηθήστε τα να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Π.χ. «Ήσουνα λοιπόν πολύ θυμωμένος ήταν η Μαρία ήθελε να παίξει κάποιο άλλο παιχνίδι.» Διδάξτε τους ενσυναίσθηση ρωτώντας κάθε παιδί πως πιστεύει ότι ένιωσε ο/η αδερφός/ή του όταν τσακώνονταν. Βοηθήστε τα να διατυπώσουν τα συναισθήματα και τις ανάγκες τους, να ακούσουν το ένα το άλλο και να βρουν μια δίκαιη επίλυση. Με τον καιρό, τα παιδιά σας θα μπορούν να μιλάνε και να το διαχειρίζονται μόνα τους. Ζητήστε τους να σας κάνουν μια περιγραφή του τι συνέβη. Π.χ. «Θέλαμε να παίξουμε διαφορετικά παιχνίδια.» και ένα σχέδιο για το τι διαφορετικό θα κάνουν την επόμενη φορά π.χ. «Θα παίξουμε κορώνα-γράμματα» ή «Θα παίξουμε κάθε παιχνίδι από μισή ώρα.»
Να θυμάστε ότι καθώς τα παιδιά διαχειρίζονται τις διενέξεις, μαθαίνουν επίσης σημαντικές δεξιότητες που θα τα βοηθήσουν στη ζωή: πώς να δίνουν αξία στην οπτική ενός άλλου ατόμου, πώς να συμβιβάζονται, πώς να διαπραγματεύονται και πώς να ελέγχουν τις επιθετικές παρορμήσεις.
Παναγιώτα Δ. Κυπραίου, Ψυχοθεραπεύτρια – Συντονίστρια Σχολών Γονέων,www.psychotherapeia.net.gr
https://rotasapantaw.wordpress.com/wp-admin/post.php?post=10060&action=edit
25 Wednesday Apr 2018
1. Λέω στο παιδί μου «δώσε μου 5 λεπτά». Πηγαίνω στο δώματιό μου ή σε έναν χώρο που με ηρεμεί για να χαλαρώσω. Δεν είναι καλή ιδέα να συζητήσω οτιδήποτε με το παιδί μου όταν ήδη βράζω μέσα μου.
2. Θυμάμαι πάντα, ότι εγώ είμαι ο ενήλικας, οπότε εγώ είμαι αυτή που πρέπει να κυριαρχήσω στις παρορμήσεις μου που είναι π.χ «να αρχίσω να ουρλιάξω» και να πλησιάσω το παιδί μου με γνώμονα το συναίσθημα.
3. Σκέφτομαι πώς θα ήθελα να μου συμπεριφερθούν αν ήμουν παιδί σε μια παρόμοια κατάσταση. Σίγουρα όχι με τον τρόπο που σκοπεύω να το κάνω εγώ όταν έχω βγει από τα ρούχα μου.
4. Δεν ξεχνώ ποτέ ότι μετά από καιρό θα θυμάμαι αυτό το περιστατικό και θα γελάω. Μπορεί να μην είναι εύκολο να γελάσω τώρα, ωστόσο η συγκεκριμένη σκέψη με κάνει ήδη να νιώθω καλύτερα.
5. Όταν ηρεμήσω βγαίνω από το δωμάτιο και τσεκάρω αν είναι ήρεμο και το παιδί ή φοβισμένο καθώς περιμένει τις συνέπειες των πράξεών του.
7. Όταν τα πράγματα έχουν καλμάρει, το ρωτάω πώς νιώθει και δείχνω κατανόηση στα συναισθήματά του. Με αυτό τον τρόπο προσπαθώ να καταλάβω τι το ώθησε να προβεί σε μια παράλογη/επικίνδυνη ενέργεια ή συμπεριφορά.
8. Του δείχνω ότι συμπάσχω με αυτά που νιώθει και ότι τα έχω νιώσει κι εγώ. Συνήθως χρησιμοποιώ παραδείγματα από την παιδική μου ηλικία λέγοντάς του «κι εγώ στην ηλικία σου φοβόμουν/αγανακτούσα/στενοχωριόμουν με αυτό ή εκείνο. Έτσι καταλαβαίνει ότι δεν το υποτιμώ ούτε το απορρίπτω.
9. Όσο του μιλάω το κοιτάζω στα μάτια και το αγγίζω τρυφερά για να μην εισπράττει εχθρικότητα εκ μέρους μου και να μην νιώθει απειλούμενο.
10. Παράλληλα του τονίζω ότι το αγαπώ και ότι θα το αγαπώ ακόμα και αν δεν εγκρίνω κάποιες πράξεις του. Το κάνω να νιώσει ασφάλεια ότι η αγάπη μου δεν θα πάψει να υφίσταται αν δεν «με ικανοποιεί» κάτι στη συμπεριφορά του. Αυτά είναι δυο διαφορετικά πράγματα.
11. Αφού το παιδί είναι ήρεμο και βέβαιο για τα αισθήματά μου, συζητάω μαζί του για το τι συνέβη και στη συνέχεια προτείνω λύσεις που δεχόμαστε από κοινού.
12. Φροντίζω να μιλάω χαμηλόφωνα, χωρίς ένταση αλλά με σταθερότητα.
Γράφει η Λίνα Παπαδοπούλου
1. Να είσαι σταθερή. Αυτό θα με κάνει να νοιώθω περισσότερη σιγουριά.
2. Μην μου δίνεις πάντα ό,τι σου ζητώ. Συχνά σε δοκιμάζω για να δω αν θα το κάνεις.
3. Μη με κάνεις να νιώθω μικρότερος από ότι είμαι. Αυτό με κάνει να παριστάνω τον «σπουδαίο».
4. Μη με μαλώνεις μπροστά σε άλλους. Θα προσέξω περισσότερο αυτό που θα μου πεις, αν μου μιλήσεις ήρεμα κάποια στιγμή που θα είμαστε μόνοι μας.
5. Μη με προστατεύεις από τις συνέπειες των πράξεων μου. Τις χρειάζομαι για να μάθω.
6. Μη μου κάνεις διαρκώς παρατηρήσεις. Γιατί όταν είναι πολλές και διαρκείς, παύω να σε ακούω.
7. Να κρατάς τις υποσχέσεις σου. Νιώθω απογοήτευση όταν δεν τις κρατάς και δεν σε εμπιστεύομαι.
8. Μην υποτιμάς την τιμιότητα μου. Συχνά οι απειλές και ο φόβος της τιμωρίας με κάνουν να καταφεύγω στα ψέμματα.
9. Μη με αγνοείς όταν σου κάνω απανωτές ερωτήσεις, γιατί θα αρχίσω να παίρνω τις πληροφορίες μου από άλλες πηγές.
10. Μην προσπαθείς να με κάνεις να πιστεύω πως είσαι τέλεια ή αλάνθανστη. Είναι μια δυσάρεστη έκπληξη για μένα όταν ανακαλύπτω πως δεν είσαι ούτε το ένα ούτε το άλλο.
11. Μη σκεφτείς ότι πέφτεις από το βάθρο σου, αν μου ζητήσεις συγγνώμη. Μια τίμια αναγνώριση ενός λάθους σου, μου δημιουργεί ασφάλεια.
12. Μην ξεχνάς πόσο γρήγορα μεγαλώνω. Θα πρέπει να σου είναι δύσκολο να κρατήσεις τον ίδιο βηματισμό με μένα, αλλά προσπάθησε σε παρακαλώ
13. Μην ξεχνάς πως χρειάζομαι πολλή κατανόηση και αγάπη. Αυτό, όμως, δε χρειάζεται να το πω, έτσι δεν είναι;
Με αγάπη το παιδί σου.
(Επιστολή βασισμένη στην Ατομική Ψυχολογία του A.Adler)
Όταν οι γονείς παρεμβαίνουν στους καβγάδες και στις διαφωνίες των παιδιών, αρχικά δεν τα αφήνουν να αναπτύξουν μια πολύ σημαντική δεξιότητα: την επίλυση διαφωνιών και προβλημάτων. Ο καβγάς είναι μια ακόμη πολύ χρήσιμη εμπειρία για το παιδί, ένα ακόμη μάθημα που λαμβάνει και εντάσσεται μέσα στην διαδικασία την κοινωνικοποίησής του. όσο οι γονείς παρεμβαίνουν, τόσο, άθελα τους γίνονται μέρος του τσακωμού καθώς μπορεί τα παιδιά να χρήζουν τον γονέα δικαστή που θα έρθει να επιβάλλει την τάξη.
Έτσι ο γονέας, άθελά του, ενισχύει τους καβγάδες, γιατί τα παιδιά στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν εντυπώσεις στον γονέα μπορεί είτε να υπερβάλλουν στις αντιδράσεις τους, είτε να δημιουργούν καυγάδες απλά για να τραβήξουν την προσοχή. Όταν ο γονέας διαλέγει πλευρά, είναι πιθανό, να αδικήσει το ένα παιδί, γιατί μπορεί να μην παρακολούθησε το συμβάν από την αρχή. Επίσης, τα παιδιά αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή σχέση μεταξύ τους, την οποία ο γονέας ίσως να μην μπορεί απαραίτητα να αποκωδικοποιήσει. Έτσι, κάτι που μπορεί να φανεί άδικο σε εκείνον, για τα παιδιά μπορεί να είναι κάτι φυσικό.
Πληθώρα ερευνών υποστηρίζει τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει η σύγκριση των παιδιών από τους γονείς. Όταν ο γονέας θεωρεί ότι το ένα παιδί υπερτερεί κάπου σε σχέση με το άλλο, συμβαίνει το φαινόμενο της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας». Δηλαδή, οι γονείς προκαλούν τις αντίστοιχες συμπεριφορές στα παιδιά με αυτές που σκέφτονται εκείνοι. Σκέφτονται για παράδειγμα, ότι το ένα παιδί είναι επιμελής μαθητής και διαβάζει, ενώ το άλλο τεμπελιάζει; Αυτό θα δουν να ισχύει στην πορεία. Ίσως κρίνουν από μια φάση που μπορεί να περνάει το παιδί ή από μια αντίδραση του παιδιού σε κάτι, και του βάζουν «την ταμπέλα». Έτσι το παιδί πράττει ανάλογα με αυτή την ταμπέλα.
Επίσης, μαθαίνουν στο παιδί να συγκρίνει τον εαυτό του με το αδερφάκι του (και όχι μόνο), αντί να του δημιουργούν την πεποίθηση ότι είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα με πολλά καλά, χωρίς να χρειάζεται να συγκριθεί με κανέναν. Αυτή ση σύγκριση, εκτός από ανταγωνισμό στα αδέρφια, δημιουργεί την αίσθηση στο παιδί ότι ποτέ δεν είναι αρκετά καλό, γιατί πάντα θα συγκρίνεται και πάντα θα βρίσκει κάτι «καλύτερο» σε κάποιον άλλο, καθώς έτσι θα έχει μάθει να σκέφτεται.
το παιδί που απορρίπτουν οι γονείς θα προσπαθεί συνεχώς να τραβήξει την προσοχή των γονέων. Μπορεί να προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή θετικά ή αρνητικά. Είναι πολύ δύσκολο για τον γονέα να παραδεχτεί ότι έχει αδυναμία στο ένα παιδί γιατί για κάποιο λόγο τον κάνει να νιώθει πιο πετυχημένος ή χρήσιμος γονέας. Δυστυχώς το παιδί που νιώθει τι υστερεί για τους γονείς, θα το νιώθει συνεχώς στη ζωή του και το παιδί που νιώθει ότι υπερτερεί, θα έχει συνεχώς μέσα του την ενοχή για τον αδερφό/ή του αλλά και την έγνοια να ικανοποιεί τους γονείς για να μη χάσει την εύνοια τους.
Όταν φωνάζω διδάσκω στο παιδί μου να κάνει το ίδιο. Όταν χτυπάω είναι σα να λέω στο παιδί μου «δεν πειράζει να χτυπάς όταν κάτι δεν σου αρέσει ή όταν είσαι θυμωμένο». Το παράδοξο που κάνουν οι γονείς συχνά είναι να φωνάζουν στο παιδί επειδή φώναξε ή αν το χτυπούν επειδή χτύπησε. Όταν λοιπόν τα αδέλφια μαλώνουν και ο γονέας σπεύδει να τα τιμωρήσει με φωνή ή βία, τα μαθαίνει ακριβώς αυτό που προσπαθεί να αποφύγει: να χτυπάνε και να φωνάζουν.
-Να περνάτε χρόνο ξεχωριστά με το κάθε παιδί.
-Να τους μάθετε να συζητούν για να λύνουν μόνα τους τις διαφωνίες τους.
-Να παρεμβαίνετε μόνο όταν κινδυνεύει η σωματική τους ακεραιότητα και να τα χωρίζετε χωρίς επικρίσεις αλλά με διάθεση να τα μάθετε να συζητάνε.
-Να επιβραβεύετε το όμορφο παιχνίδι και το μοίρασμα.
-Να κάνετε το κάθε παιδί να νιώθει ξεχωριστό με πολλά χαρίσματα που δεν συγκρίνονται με κανέναν.
-Να ψάξετε μέσα σας τι είναι αυτό που σας δημιουργεί τη «αδυναμία» στο ένα παιδί και να το ελέγξετε άμεσα.
24 Tuesday Apr 2018
Έχουμε ακόμα χρεωστούμενα από μια αγάπη που έσβησε , από τα λόγια που δεν μου είπες , από χάδια που δεν με άγγιξαν , από αγκαλιές που περιμένω ακόμα ! Μα εσύ δεν με ξώφλησες πριν φύγεις ! Περιμένω να ξεστομίσεις εκείνη την ρημαδιασμένη φράση που σβήνει κάθε άλλη λέξη ! Δεν έχει συνέχεια η φράση ! Δεν ρωτάς ” τι εννοείς ; ” Γιατί ξέρεις κάθε έννοια της λέξης ! Θα μείνουν όμως ασχημάτιστες οι λέξεις και δεν θα γίνουν ποτέ φράσεις ! Μου χρωστάς όμως εκείνη τη φράση τονίζοντας κάθε γράμμα , αργά – αργά Σ΄Α..Γ..Α..Π..Α..Ω !!!
Βούλα Γκάντσιου 21 Απριλίου 2018 Συλλογές
24 Tuesday Apr 2018
Attachment parenting. Ένας όρος που ακούγεται τα τελευταία χρόνια! Μια μέθοδος ανατροφής των παιδιών μας βασισμένη στις αρχές της ενσυναίσθησης και της άνευ όρων αποδοχής. Mε το attachment parenting αναπτύσσεται ένας ισχυρός συναισθηματικός δεσμός μεταξύ γονέων και παιδιού. Ένας δεσμός που στόχο έχει να καλύψει τις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών μας, ώστε χορτασμένα και όταν τα ίδια νιώσουν έτοιμα, να μπορούν ανεξάρτητα να εξερευνήσουν το περιβάλλον τους εφόσον θα ξέρουν ότι υπάρχει ασφαλής σύνδεση με τα πρόσωπα αναφοράς τους.
Η υποστήριξη προς τη νέα μητέρα, τόσο από το περιβάλλον της, όσο και από τους επαγγελματίες υγείας για φυσικό τοκετό, θηλασμό από το πρώτο λεπτό της γέννησης ή όσο πιο σύντομα γίνεται, rooming in στο μαιευτήριο και συγκοίμηση στο σπίτι, έχουν ένα κοινό παρονομαστή, την κάλυψη των ψυχικών αναγκών των παιδιών μας. Αν συνεχίσουμε έτσι με σεβασμό στις ανάγκες τους και θετική διαπαιδαγώγηση, σύντομα θα απολαύσουμε τους καρπούς των προσπαθειών μας. Τα παιδιά μας θα ανεξαρτητοποιηθούν στους δικούς τους χρόνους πάντα όμως έχοντας μια ασφαλή βάση πίσω τους.
Ποιο είναι όμως το πιο ουσιαστικό στην ανατροφή των παιδιών μας μέσω του attachment parenting; Να εμπιστευόμαστε το ένστικτο μας και το παιδί μας, να είμαστε πάντα πρόθυμοι και έτοιμοι να αφουγκραστούμε τις ανάγκες του. Εάν έχουμε την καρδιά και τα αυτιά μας ανοιχτά, θα διαπιστώσουμε ότι τα παιδιά μας είναι άμεσα συνδεδεμένα με τις ανάγκες και τα συναισθήματα τους, απλά δεν έχουν τα κατάλληλα λόγια να το εξωτερικεύσουν. Έτσι μαθαίνουν να εμπιστεύονται και να κατανοούν τον εαυτό τους και ως ενήλικες είναι πιο έτοιμοι να πάρουν τις πιο σωστές για εκείνους αποφάσεις με γνώμονα πάντα τις ανάγκες τους.
Μία από τις πιο ουσιαστικές αρχές του attachment parenting, είναι να φερόμαστε στα παιδιά μας όπως μας είχαν φερθεί ή όπως θα θέλαμε να μας είχαν φερθεί οι γονείς μας. Να είμαστε ένα πρότυπο που θα δίνει αγάπη, εμπιστοσύνη και άνευ όρων αποδοχή.
Τα παιδιά μας συμπεριφέρονται και δρουν ανάλογα με το τι έχουν εισπράξει από τα πρόσωπα αναφοράς τους, τους γονείς τους δηλαδή. Ο Eliot Barker, ψυχίατρος και πρόεδρος της Canadian Society for the Prevention of Cruelty for Children, περιγράφει το attachment parenting σαν ένα νόμισμα που έχει 2 όψεις: α) να είναι ο γονέας πρόθυμος να μπει στη θέση του παιδιού του, ώστε να αναγνωρίσει όσο γίνεται πιο σωστά το τι νιώθει και β) να μπορεί να συμπεριφερθεί στο παιδί του με τρόπο που το ίδιο να νιώθει ότι τα συναισθήματα του έχουν “αξία”!
Δώστε χρόνο, αγάπη και εναλλακτικές στα παιδιά σας και όταν είναι τα ίδια έτοιμα, αφήστε τα να σας εκπλήξουν! Δώστε τους ρίζες, αλλά και ταυτόχρονα την δυνατότητα να ανοίξουν τα φτερά τους για να πετάξουν αυτόνομα μακριά μας.
Ψυχολόγος Υγείας/ Συστημική-Οικογενειακή Σύμβουλος
23 Monday Apr 2018
Πόσες μα πόσες φορές όταν ήμουν έφηβη δεν είπα, ουρλιάζοντας, στη μαμά μου «Μη μου ξαναπείς ότι όταν γίνω μητέρα θα σε καταλάβω. Ποτέ μα ποτέ δε θα γίνω σαν κι εσένα»! Κι εκείνη έφευγε, κουνώντας το κεφάλι της, πότε θιγμένη κι απογοητευμένη και πότε με ένα βλέμμα τύπου «Καλλααά! Η ζωή έχει τους κανόνες της και κανείς δεν ξεφεύγει».
Τα χρόνια πέρασαν κι έγινα μητέρα. Όπως και πολλές από τις φίλες μου που ήταν πρωταγωνίστριες σε ανάλογες σκηνές απείρου κάλους. Το απίστευτο είναι ότι οι μαμάδες μας είχαν εν μέρει δίκιο. Ένα δίκιο που είναι εκνευριστικό και απείρως ενοχικό, αφού αρκετά συχνά επαναλαμβάνουμε λάθη τους και μιμούμαστε συμπεριφορές που τότε μας εκνεύριζαν.
ΘΕΛΩ να πάψω να τραβάω τις κουβέρτες των γιων μου όταν δε σηκώνονται το πρωί για να πάνε σχολείο. Να ΣΤΑΜΑΤΗΣΩ να τους λέω ψέματα ότι δε θα μεγαλώσουν, εάν δεν φάνε όλο το φαγητό τους. ΠΡΕΠΕΙ ο μπαμπάς, ο παππούς, η δασκάλα, ο προπονητής να πάψουν να είναι το καταφύγιό μου όταν τα βρίσκω σκούρα, επειδή απλώς τους ντρέπονται. Προσπαθώ, αλλά δεν τα καταφέρνω πάντα.
Μήπως έχω ήδη γίνει σαν την -κατά τα άλλα σπουδαία, γλυκιά και δοτική- μαμά μου και δεν το ξέρω; Κι αν ναι, είναι τόσο κακό; Μπορώ να το αποφύγω; Ή τι μπορώ να κάνω για να μη γίνω κακός κλώνος της όσο μεγαλώνω;
«Έχουμε εκπαιδευτεί από παιδιά να έχουμε συγκεκριμένες συμπεριφορές – χωρίς αυτό να το κάνουμε δικαιολογία για ότι πράττουμε ως ενήλικες στο δικό μας ρόλο του γονέα», λέει η ψυχοθεραπεύτρια-συστημική/οικογενειακή θεραπεύτρια κα Δήμητρα Ξενάκη.«Εκπαίδευση εννοούμε τη βιωματική διαδικασία της παιδικής μας ηλικίας με αποτέλεσμα το «έτσι μάθαμε έτσι κάνουμε». Δεν εκπαιδευτήκαμε, με την ουσιαστική έννοια του όρου εκπαίδευση, σε έναν τρόπο για να μεγαλώσουμε τα δικά μας παιδιά. Αυτή τη γνώση και τις πληροφορίες τις πήραμε κυρίως από τη δική μας οικογένεια.
Είναι σημαντικό να βγούμε από την ενοχή για ό,τι κάνουμε και να θυμόμαστε ότι και οι δικές μας μητέρες λειτουργούσαν με ότι κι αυτές είχαν μάθει. Οι τρόποι συμπεριφοράς δεν είναι στο DNA μας, άρα μπορούμε να τους βελτιώσουμε ή αλλιώς να επανεκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας σε λειτουργικότερους τρόπους. Είναι προσωπική μας ευθύνη στο εδώ και τώρα να βελτιώσουμε κάποια από αυτά που κουβαλάμε και δεν είναι λειτουργικά στη δική μας οικογένεια.
Το πώς δεν είναι απλό. Ένα αναγκαίο εργαλείο για να βελτιωθούμε είναι η αυτογνωσία. Χρειάζεται να εστιάσουμε ποιο είναι το «λάθος» μας και να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας όχι στο γιατί κάνουμε κάτι τέτοιο από τον ρόλο μας ως μητέρες, αλλά τι νιώθουμε όταν γίνεται κάτι, τι σκεφτόμαστε και τι θεωρούμε ότι θα ήταν βοηθητικό να εστιάσουμε σε μας για να το αλλάξουμε στο εδώ και τώρα. Πρώτα και κυρίαρχα είναι να δούμε μέσα μας και ΟΧΙ στο παιδί μας που είναι απέναντι».
Τελικά είναι τόσο κακό να μοιάζουμε στις μαμάδες μας;
«Καθόλου κακό δεν είναι να μοιάζουμε στις μανάδες μας. Αρκεί στα θέματα ή στις συμπεριφορές που μας θυμίζουμε πολύ τις μαμάδες μας να έχουμε επίγνωση, αν είναι αυτό που πραγματικά εμείς θέλουμε να πούμε ή να κάνουμε ή να μεταδώσουμε στα παιδιά μας. Αν, δηλαδή, είναι δικό μας και όχι συμπεριφορά συνήθειας που πιθανά και να μην μας είναι επιθυμητή ή λειτουργική για τα δικά μας παιδιά, στη συγκεκριμένη δυναμική της δικής μας οικογένειας».
Ποια είναι τα τραγικά λάθη που δεν πρέπει με τίποτα να επαναλάβουμε
✔ H σωματική τιμωρία δεν είναι σε καμία περίπτωση τρόπος πειθαρχίας.
✔ Oι φωνές και οι προσβολές είναι καταστροφικές για την ψυχική υγεία του παιδιού και την αυτοεκτίμησή του.
✔ Bάζουμε όρια που είναι συγκεκριμένα, ξεκάθαρα, αλλά όχι άκαμπτα.
✔ Aναγνωρίζουμε τις δικές μας ανάγκες και δεν τους τις φορτώνουμε.
✔ Βοηθάμε και δεν αποκλείουμε τους πατεράδες από τη συμμετοχή τους στο μεγάλωμα των παιδιών μας.
✔ Τα παιδιά δε χρειάζονται, καθόλου, την αυτοθυσία μας.
✔ Τα εκπαιδεύουμε να ασχολούνται για τη χρήσιμη αυτοκριτική τους όχι για το τι θα πουν οι άλλοι
✔ Διδάσκουμε την αλληλεγγύη και όχι τον ανταγωνισμό μέσα απ’ την σύγκριση με τους φίλους ή συμμαθητές τους, δεν τους λέμε ότι καλό θα ήταν να μην εμπιστεύονται κανέναν.
✔ Έχουμε σταθερότητα, όχι ακαμψία ούτε και τελειομανία, σ’ αυτά που λέμε και ζητάμε απ’ τα παιδιά μας και συνέπεια σε σχέση με αυτά που, αντίστοιχα, εμείς κάνουμε.
✔ Δε βάζουμε ταμπέλες που θα τις κουβαλάνε όλη τους τη ζωή.
✔ Δε γινόμαστε υπηρέτες των παιδιών μας, αλλά τα εκπαιδεύουμε να γίνουν αυτόνομα και να πάρουν την ευθύνη του εαυτού τους.
✔ Δεν προδίδουμε την εμπιστοσύνη τους όταν μας εκμυστηρεύονται τα μικρά τους μυστικά.
✔ Δείξτε σεβασμό, καλοσύνη και ευγένεια για να τα εισπράξετε κι εσείς.
✔ Δίνουμε εξηγήσεις όταν επιβάλλεται να απαγορεύσουμε κάτι (π.χ. για την ασφάλειά τους), με λόγια και εκφράσεις που αντιστοιχούν στην ηλικία τους.
✔ Όταν μας ζητούν την προσοχή μας τους τη δίνουμε στο εδώ και τώρα, εκτός κι αν κρίνουμε ότι είναι πιο σημαντικό αυτό που κάνουμε και τους το εξηγούμε.
✔ Μοιραζόμαστε τη χαρά και το παιγνίδι μαζί τους όσο μπορούμε.
✔ Τους μιλάμε για τα συναισθήματα και τους κάνουμε βοηθητικές ερωτήσεις για το πώς νιώθουν (π.χ. είσαι θυμωμένος γιατί σου πήρε ο αδελφός σου το παιγνίδι σου;).
✔ Δεν κάνουμε κρυφά πράγματα πίσω απ’ την πλάτη του μπαμπά.
✔ Παραδεχόμαστε τα λάθη μας και ζητάμε συγγνώμη εξηγώντας.
Από την άλλη, υπάρχουν «λαθάκια» που αισθάνομαι ότι κατά πάσα πιθανότητα δε θα αποφύγουμε και ίσως δε χάθηκε ο κόσμος.
«Ως λαθάκια μπορούμε να ορίσουμε κάποιες συμπεριφορές που δεν επαναλαμβάνονται π.χ. η φωνή που υψώσαμε σε μια στιγμή έντασης ή αν κάποια στιγμή κουρασμένες δεν απαντήσαμε ή δεν ικανοποιήσαμε μια ανάγκη του παιδιού (όχι βασική) ή αν δεν παραδεχόμαστε κάποια λάθη μας ή ότι δεν είμαστε συνεπείς σε οτιδήποτε υποσχόμαστε στο παιδί, αρκεί το κυρίαρχο να είναι η συνέπεια».
Καταλήγοντας, η κα Ξενάκη επισημαίνει ότι στόχος είναι να μεγαλώσουμε υπεύθυνα και ανεξάρτητα άτομα με κρίση και αυτογνωσία. Λάθη θα γίνουν, αρκεί να τα αναγνωρίσουμε και να τα βελτιώσουμε. «Να θυμάστε την αγάπη σαν σύμβουλο και οδηγό σας», λέει. Και βέβαια, «αν δε θέλετε να κάνετε τα ίδια λάθη, θα πρέπει να «δουλέψετε» με τον εαυτό σας και να διακρίνετε στο τι (σε ποιες συμπεριφορές και καταστάσεις) και στο πώς (με ποιους τρόπους αναπαραγάγετε την ίδια συμπεριφορά) θυμίζετε την μητέρα σας και δεν είναι συνειδητή δική σας επιλογή. Όταν συνειδητοποιήσετε ότι κάποια λάθη που είναι σημαντικά δεν μπορείτε να τα διαχειριστείτε, τότε, πιθανά χρειάζεστε τη βοήθεια ειδικού».
Ας μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά μας είναι ο καθρέφτης μας…
Από την Πόπη Παπαγεωργίου, με τη συνεργασία της Δήμητρας Ξενάκη, Ψυχοθεραπεύτρια-Συστημική/Οικογενειακή Θεραπεύτρια.
Ποια είναι τα τραγικά λάθη των γονιών μας, που δεν πρέπει να επαναλάβουμε
21 Saturday Apr 2018
Όταν οι γονείς μιλήσουν στη γλώσσα που καταλαβαίνει και ανάλογα με την ηλικία του για τον κόσμο και τους ανθρώπους, τότε η γονεϊκή ανατροφή και οι οικογενειακές σχέσεις γίνονται πολύ πιο εύκολες. Το παιδί κατανοεί τους λόγους για τους οποίους πρέπει να αποφύγει ή να επιλέξει κάτι και αυτή η επιχειρηματολογία μένει στο μυαλό του βοηθώντας το να το ενσωματώσει στη λογική του και να μπολιάσει πάνω σε αυτήν.
Σε πολλές όμως περιπτώσεις, όπως έχουμε δει και στις οικογενειακές θεραπείες, οι γονείς είτε επειδή είναι κουρασμένοι, είτε επειδή ματαιώνονται από τον γονεϊκό ρόλο, είτε γιατί έτσι έχουν μάθει από τη δική τους οικογένεια είτε κυρίως γιατί η σχέση μεταξύ τους δεν είναι πια ζευγαρική αλλά τυπικά γονεϊκή, νομίζουν ότι γονέας σημαίνει να είσαι ένα πρόσωπο εξουσίας που δίνει προστατευτικές μεν, εντολές δε και αρκετές φορές προσταγές, χωρίς εξήγηση και χωρίς αντίρρηση. Άλλωστε ένα πρόσωπο εξουσίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ειδικότερα όταν διαπραγματεύεται την αγάπη του μέσα από την υπακοή των εντολών του.
Το παιδί δε γνωρίζει τι συμβαίνει (άλλωστε και ο ίδιος ο γονέας δεν γνωρίζει τι συμβαίνει μέσα του και συνεχίζει αυτοματοποιημένα το οικογενειακό μοτίβο που έχει κληρονομήσει). Ξέρει μόνο ότι πρέπει να ακολουθεί πιστά τις εντολές, δεν έχει σημασία που οδηγούν, αν είναι σωστές ή αν υπάρχει άλλη επιλογή. Η αγάπη του γονέα θα χαθεί, η μοναξιά παραμονεύει και η ζωή απελείται αν δεν τηρηθούν απαρέκκλιτα οι εντολές. Και έτσι το παιδί, μαθαίνει να ζει πλαισιωμένο με εξουσιαστικές εντολές που έχουν ντυθεί με το μανδύα της προστασίας.
Αυτές οι εντολές, θα σκεφτείτε ότι είναι μόνο απλές λέξεις που θα ξεχαστούν μέσα στα χρόνια. Λάθος. Στην ουσία τους είναι πέρα για πέρα ψυχολογικά καταπιεστικές. Τις συναντώ στους ενήλικους θεραπευόμενους μου που τις θυμούνται σαν να ήταν χθες: «Να προσέχεις εκεί έξω (από το σπίτι) γιατί συμβαίνουν μόνο άσχημα πράγματα!», «Θα το κάνω εγώ για σένα, εσένα δε σώνει ο νους σου!», «Γίνε επιτέλους άνθρωπος!», «Μαζέψου στο σπίτι, αυτά δεν είναι για σένα!», «Εσύ είσαι το όμορφο παιδί, η αδερφή σου είναι το έξυπνο!», «Μόνο εσένα έχω, εσύ θα με γηροκομήσεις»…
Με το πρώτο άκουσμα, αυτές οι λέξεις ίσως ακούγονται τρυφερές, προστατευτικές ή και αποποιητικές ευθυνών, άλλωστε ποιο παιδί δεν θα ήθελε να έχει τον γονιό του να τον βοηθά και να του δίνει έτοιμη τη λύση; Το πρόβλημα ξεκινά όταν το ενήλικο «παιδί» δεν μπορεί πια να έχει το γονέα δίπλα του για να του λύσει τα προβλήματα και πρέπει να τα διαχειριστεί μόνο του. Θέλει να τα λύσει, μπορεί όμως; Δύσκολο καθώς έχει μάθει να ζει μέσα από αυτές τις εντολές που του τονίζουν συνεχώς στα αυτιά σου το ψυχολογικό νόημα που κρύβουν όλες αυτές οι φράσεις: «Μόνο στο σπίτι μπορείς να βρεις προστασία, έξω παραμονεύει ο θάνατος», «Είσαι ανίκανος να το κάνεις μόνος/η σου», «Είσαι άχρηστος», «Δεν θα τα καταφέρεις ποτέ μόνος σου», «Θα πρέπει να υπακούς την αδερφή σου γιατί εσύ είσαι χαζή/ος», «Αν φύγεις ποτέ από δίπλα μου, θα πεθάνω και θα το έχεις για πάντα βάρος στην ψυχή σου για πάντα».
Η ιδέα που σχηματίζει το ενήλικο παιδί για τον εαυτό του, μέσα από αυτές τις εντολές, βλέπουμε πολύ καλά ποια είναι: είναι άχρηστο, ανίκανο, δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτα μόνο του, πρέπει να έχει ανάγκη τους γονείς του πάντα (γιατί μόνοι τους δεν μπορούν να αντέξουν ο ένας τον άλλον) και ενοχοποιημένο αν κάνει κάτι που του άρεσει και δεν εγκρίνεται από τους γονείς του. Συνήθως, η πρώτη επανάσταση γίνεται στην εφηβεία και αν υπάρξει εκεί η κατάλληλη παρέμβαση, μπορεί να προληφθούν διάφορες καταστάσεις και να μην εκδηλωθούν χειρότερες συμπεριφορές ή ψυχολογικές δυσκολίες αργότερα.
Η ζωή όμως προχωρά και δεν σταματά σε εντολές. Το παιδί γίνεται ενήλικος που πρέπει να αναλάβει υποχρεώσεις πλέον μόνο του. Οι απαιτήσεις είναι καθημερινές και σε όλους τους τομείς: στις σπουδές, στην επαγγελματική σταδιοδρομία, στις διαπροσωπικές σχέσεις και στη σχέση με τον εαυτό – αυτοεκτίμηση και αισιόδοξη ματιά στον κόσμο. Οι δεξιότητες δεν έχουν δημιουργηθεί ώστε να αντιμετωπιστούν ακόμη και τα πιο απλά θέματα της καθημερινότητας. Οι σχέσεις φοβίζουν, η εργασία είναι δυσφορική και ο εαυτός είναι ένα μπέρδεμα: δεν ξέρει τι θέλει, γιατί το θέλει και πώς το θέλει. Αδιέξοδο. Η ζωή περνά μπροστά του και χάνεται, θέλει να την αρπάξει, να τη γευθεί, να την απολαύσει και να τη χαρεί αλλά δεν μπορεί. Κάθε επιθυμία, ισοδυναμεί με απαγόρευση.
Πώς μπορεί να προχωρήσει στη ζωή, αφού δεν έχει κάποιον να του δείξει που να πάει;
Πώς μπορεί να κάνει σχέσεις, αφού δεν ξέρει τι θέλει από το σύντροφό του;
Πώς μπορεί να διεκδικήσει καλύτερη θέση εργασίας, όταν δεν πιστεύει αυτό που έχει καταφέρει μέχρι τώρα;
Πώς να συνυπάρξει ισότιμα με ανθρώπους της ίδιας ηλικίας, όταν το μόνο που έχει μάθει είναι να βρίσκεται με μεγαλύτερους που έχουν πάντα δίκιο γιατί αυτός δεν γνωρίζει τι είναι το σωστό;
Πώς να αντέξει να κοιτάξει βαθιά μέσα του, όταν αυτό που βλέπει είναι την ψυχολογική εντολή του γονιού να τον κατηγορεί;
Που να βρει νόημα να διοχετεύσει την αυθεντική επιθυμία του…;
Και ξαφνικά μία ημέρα, η χύτρα σκάει, το καπάκι τινάζεται στον αέρα, τα νερά χύνονται και τσουρουφλίζουν όποιον πάει να την αγγίξει: αγχωτικά συμπτώματα, κρίσεις πανικού, ταχυκαρδίες, ψυχοσωματικά συμπτώματα, εντάσεις, απόσυρση, ενοχοποίηση, θυμός χωρίς προφανή λόγο και χιλιάδες σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις συνέχεια… Ο εαυτός δεν ελέγχεται, το οξυγόνο λιγοστεύει, πνίγεται στα ρηχά νερά της ζωής, που να σκεφτεί να βουτήξει στα βαθιά; Συνεχώς τριβελίζουν οι γονεϊκές εντολές μέσα του, κάθε φορά που επιχειρεί να κάνει ένα βήμα, ενεργοποιείται ο μηχανισμός ασφαλείας του γονέα και τον σταματά. Αν συνεχίσει, θα το κάνει με τη λογική, ενώ το συναίσθημα λέει όχι. Γιατί το συναίσθημα έχει κάτι το παιδικό και αποζητά την ασφάλεια του γονέα. Χωρίς αυτόν, δεν μπορεί να υπάρξει ζωή, επομένως η μόνη λύση είναι η οικειότητα της ασφάλειας της παιδικής πατρίδας. Όλα εκεί γυρίζουν.
Στις ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες, αποκρυπτογραφούμε συχνά το παραπάνω οικογενειακό μοτίβο. Αν μείνουμε μόνο στα συμπτώματα και τα καταστείλουμε, έχουμε γίνει συνένοχοι με τους γονείς, του έχουμε κάνει μία ένεση με ιό και τον έχουμε καταδικάσει να ζει σαν ζόμπι, να ζει αλλά να μην το ξέρει. Όχι, η ευθύνη μας ως θεραπευτές δεν μας επιτρέπει να μείνουμε στα συμπτώματα όταν η επιθυμία είναι αυτή που βράζει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και θέλει να επαναστατήσει για να βγει μπροστά.
Τα συμπτώματα μιλούν για τον ίδιο τον άνθρωπο που στέκεται μπροστά μας και παλεύει με κάτι διπλό: παιδί σε σώμα του ενηλίκου, την οικειότητα του παρελθόντος με την αγωνία του μέλλοντος, την ανάγκη να κοιτά με ασφάλεια τη ζωή με τον κίνδυνο να τη ζήσει… Είναι η επιθυμία για τη ζωή που θέλει να ζήσει, που του αναδεικνύουμε μέσα από αυτό το δίπολο. Η ευθύνη να ζήσει τη ζωή που θέλει το ίδιο το πρόσωπο αντί για τη ζωή που οι γονείς του έχουν θέλουν να ζήσει για εκείνους. Είναι τότε που οι τυραννικές γονεϊκές εντολές δεν φοβίζουν και δεν απειλούν πια γιατί αυτό που θα χάσει, είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα κερδίσει αν παραμείνει να τις υπακούσει. Η ζωή που βλέπει να ζουν οι άλλοι άνθρωποι, δεν είναι πια φαντασιωσική αλλά έχει γίνει πραγματικότητα γιατί η αυτοπεποίθηση έχει πάρει το χώρο της και πλέον ορίζει τις σκέψεις και τις συμπεριφορές.
Ο κόσμος δεν είναι τρομακτικός αλλά γίνεται επιλέξιμος, καθώς πλέον το νόημα της ζωής έχει βρεθεί και μπορεί πια να διακρίνει τι είναι αυτό που τον εκφράζει και θέλει να ακολουθήσει, αντί για πριν που η κατανάλωση της ζωής γέμιζε ένα βαρέλι χωρίς πάτο. Τα δεσμά από τις εντολές έχουν σπάσει και χωρίς ενοχή, μπορεί να κοιτάζει πίσω συγχωρητικά στους γονείς, δίνοντας πλέον προτεραιότητα στις επιθυμίες που περιμένουν να ανακαλυφθούν.
Χάρης Πίσχος Ψυχολόγος – Υπαρξιακός Συστημικός Ψυχοθεραπευτής
ttps://www.psychologynow.gr/psychology-in-our-life/family-and-kids/3302-oi-athoes-goneikes-entoles-pou-ginontai-dynastes-tis-enilikis-psyxis.html
09 Monday Apr 2018
Ο ακρογωνιαίος λίθος της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η δημιουργία στενών συναισθηματικών σχέσεων με άλλα άτομα που να εμπνέουν εμπιστοσύνη και ασφάλεια. Δεν είναι τόσο η αγάπη που παίζει τον καθοριστικότερο ρόλο στη σχέση του μικρού παιδιού με τον φροντιστή του όσο η σταθερότητα και η προβλεψιμότητα που χαρακτηρίζει τη σχέση αυτή. Είναι, δηλαδή, προτιμότερο -από εξελικτική σκοπιά- να υπάρχει μια σχέση αλληλοσυμπάθειας, που να τη διακρίνει η σταθερότητα και η προβλεψιμότητα, παρά μια σχέση μεγάλης αγάπης αλλά με έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις, απουσία προβλεψιμότητας και ελλιπή φροντίδα.
Η σημασία της σχέσης δεσμού
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ένα μικρό παιδί, που έχει βιώσει -στη διάρκεια των πρώτων 6 μηνών της ζωής του- μια στο σύνολό της σταθερή και προβλέψιμη σχέση με τον κύριο φροντιστή του (συνήθως τη μητέρα), θα μπορέσει πολύ ευκολότερα να τον αποχωρισθεί όταν έρθει η στιγμή για κάτι τέτοιο.
Ό,τι και να κάνουμε ως γονείς, το παιδί θα συνεχίσει να αναζητά την εγγύτητα με άλλους, από τη στιγμή που οι σχέσεις αποτελούν το οξυγόνο της ψυχής. Έτσι, όταν το παιδί αποχωρισθεί τον φροντιστή του, θα νιώσει άγχος το μέγεθος του οποίου θα είναι ανάλογο της συναισθηματικής κυρίως αστάθειας που χαρακτηρίζει τη σχέση του με αυτόν καθώς και της διάρκειας του αποχωρισμού.
Έχει αποδειχθεί πως η ανασφάλεια, ο φόβος και το άγχος του μικρού παιδιού είναι πολύ μεγαλύτερα όταν εκτίθεται σε επαναλαμβανόμενους και απρόβλεπτους αποχωρισμούς -ή σε απειλή τέτοιων- παρά όταν συμβεί να βιώσει έναν οριστικό αποχωρισμό, όπως στην περίπτωση θανάτου ενός γονέα ή μιας υιοθεσίας.
Ένας από τους βασικότερους πυλώνες της φιλοσοφίας της διαπαιδαγώγησης στο δυτικό κόσμο είναι η ενθάρρυνση μιας όσο το δυνατόν μεγαλύτερης και γρηγορότερης «αυτονόμησης» του παιδιού. Το να μάθει άμεσα να κοιμάται στο κρεβάτι και στο δωμάτιό του, να ξεκινήσει γρήγορα παιδικό σταθμό, να αποκτήσει κοινωνική επάρκεια και αυτονομία στην ομάδα παιδιών του παιδικού σταθμού κ.ά. αποτελούν παραδείγματα ενός «σωστού» και «σύγχρονου» τρόπου διαπαιδαγώγησης.
Σύμφωνα, όμως, με τη θεωρία του δεσμού και τα αποτελέσματα πάρα πολλών ερευνών, η απόκτηση αυτονομίας προϋποθέτει και στηρίζεται στην ύπαρξη ενός ασφαλούς στενού δεσμού παιδιού-φροντιστή που δημιουργεί ένα αίσθημα βασικής εμπιστοσύνης και ασφάλειας απέναντι σε άλλα άτομα και στην προοπτική δημιουργίας σχέσης μαζί τους, χωρίς τη φυσική παρουσία του γονιού.
Αυτό, λοιπόν, που βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι να είμαστε ως γονείς πολύ ευαίσθητοι απέναντι στα μηνύματα και στις συναισθηματικές ανάγκες του κάθε ξεχωριστού παιδιού και να μην το ωθούμε προς την αυτονομία γρηγορότερα απ΄όσο αντέχει, εν ονόματι ενός «σύγχρονου τρόπου διαπαιδαγώγησης».
Η τόσο ευρέως διαδεδομένη άποψη πως δεν πρέπει να παίρνουμε αγκαλιά ένα βρέφος που κλαίει γιατί το «κακομαθαίνουμε» και θα αποζητά στη συνέχεια την αγκαλιά είναι μόνο εν μέρει αλήθεια. Όχι, όμως, επειδή το βρέφος «κακομαθαίνει» αλλά επειδή, με τον τρόπο αυτόν, αποκτά συντομότερα σχέση δεσμού με τη μητέρα εξαιτίας της συχνής και άμεσης επαφής μαζί της, κάτι που αποτελεί ζητούμενο. Όταν το αφήσουμε να κλαίει, σίγουρα θα πάψει κάποια στιγμή, όχι όμως επειδή «διαπαιδαγωγήθηκε» αλλά γιατί ΠΑΡΑΙΤΗΘΗΚΕ της προσπάθειάς του να εισακουσθεί.
Τα μικρά παιδιά, σε πολλές χώρες της Αφρικής, δημιουργούν νωρίτερα σχέση δεσμού με τη μητέρα τους (στον 6ο περίπου μήνα) απ΄ό,τι τα παιδιά στη Δυτική Ευρώπη (στον 8ο περίπου μήνα) ακριβώς γιατί οι μητέρες τους τα κουβαλούν πολλές ώρες της ημέρας στην αγκαλιά ή στην πλάτη τους.
Άγχος αποχωρισμού
Η μεγάλη πλειοψηφία των παιδιών δεν βιώνει γενικά κάποιο άγχος αποχωρισμού στη διάρκεια των 6 πρώτων μηνών της ζωής. Εάν, δηλαδή, ο γονιός τύχει να φύγει από το χώρο που βρίσκεται το παιδί, αυτό δεν θα αρχίσει αμέσως να κλαίει και να τον αναζητά.
Λίγο αργότερα, όμως, και συγκεκριμένα στην ηλικία των 7 μηνών περίπου, παρατηρούμε, στις περισσότερες περιπτώσεις, μια απότομη αλλαγή. Το παιδί διαμαρτύρεται έντονα εάν αποχωρισθεί τους γονείς του και δεν αποδέχεται τη φροντίδα ατόμων που δεν γνωρίζει καλά. Αλλά ακόμα και πρόσωπα που το παιδί γνωρίζει καλά (π.χ. γιαγιά, παππούς) μπορεί να δυσκολευτούν να το παρηγορήσουν σε μια τέτοια περίπτωση.
Αυτού του είδους οι αντιδράσεις θεωρούνται ως απόλυτα φυσιολογικές, κυρίως στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στον 7ο και 24ο μήνα περίπου, -με πιο ευαίσθητη περίοδο αυτήν ανάμεσα στον 18ο και 24ο μήνα- και σημαίνουν πως το παιδί έχει αποκτήσει συνείδηση του εξωτερικού του κόσμου, αναγνωρίζοντας τι είναι οικείο και τι ξένο, πως έχει δημιουργήσει έναν στενό συναισθηματικό δεσμό με το γονιό του και πως προτιμά τη δική του συντροφιά έναντι αυτής άλλων. Στην ηλικία των 2 ετών περίπου, το παιδί αποκτά μια εσωτερική και σχετικά σταθερή εικόνα του γονιού που, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση πως ο γονιός πάντα επιστρέφει όταν φεύγει, το βοηθά να αντέχει τη φυσική του απουσία.
Για τους ίδιους λόγους, στο διάστημα ανάμεσα στον 8ο και 14ο περίπου μήνα, το παιδί αντιδρά συνήθως αποφευκτικά, με φόβο και κλάμα απέναντι σε πρόσωπα που δεν γνωρίζει. Αυτός ο τρόπος αντίδρασης του παιδιού δεν αφορά στο συγκεκριμένο πρόσωπο αυτό καθαυτό αλλά στον τρόπο και τη συμπεριφορά που ενδεχομένως επιδεικνύει. Ίσως το ξένο άτομο πλησιάζει πολύ το παιδί, μιλά δυνατά, θέλει να το πάρει αγκαλιά δίχως να λάβει υπόψη το φόβο, το δισταγμό του κ.τ.λ. Στις περιπτώσεις αυτές, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να αφήσουμε στο παιδί την πρωτοβουλία προσέγγισης και να περιμένουμε να εξοικειωθεί σταδιακά με την παρουσία μας στο χώρο του.
Συμπτώματα άγχους αποχωρισμού
Τα συμπτώματα που συνήθως υποδηλούν ύπαρξη άγχους αποχωρισμού είναι τα εξής:
– Έντονη ανησυχία του παιδιού όταν αποχωρίζεται από τα οικεία του πρΕφιάλτες
– Άρνηση για τον παιδικό σταθμό, το σχολείο ή για άλλους χώρους χωρίς το γονιό του
– Άρνηση να κοιμηθεί χωρίς την παρουσία του γονιού δίπλα του
– Φόβος απώλειας του γονιού ή μήπως του συμβεί κάτι κακό
Παρόλο που το παιδί μπορεί να έχει εξελιχθεί φυσιολογικά και να διαχειρίζεται ικανοποιητικά τις περισσότερες περιπτώσεις αποχωρισμού, το άγχος αποχωρισμού μπορεί να επανεμφανισθεί σε καταστάσεις έντονου στρες, όπως η νοσηλεία σε νοσοκομείο, όταν το παιδί είναι άρρωστο ή για κάποιο λόγο δεν νιώθει καλά, όταν εκτεθεί σε πρωτόγνωρες και αγχογόνες καταστάσεις κ.τ.λ.
Αντιμετώπιση του άγχους αποχωρισμού
Ο φόβος του παιδιού να αποχωρισθεί είναι αυθεντικός και θα εξαφανισθεί γρηγορότερα, εάν πάρουμε τα συναισθήματά του στα σοβαρά και το βοηθήσουμε να αισθανθεί και να πεισθεί πως το αγαπάμε και πως πάντα θα το προστατεύουμε, ό,τι και αν συμβεί. Αν το παιδί νιώσει εμπιστοσύνη για τη δική μας προβλεψιμότητα, προσβασιμότητα και αγάπη τότε θα μπορεί να δημιουργεί ανάλογες σχέσεις εμπιστοσύνης και αργότερα στη ζωή.
Εάν το παιδί αρκουδίζει και μπορεί να μετακινείται στο χώρο, τα πράγματα είναι ευκολότερα. Μπορεί πλέον από μόνο του να ρυθμίζει την αναγκαία για το ίδιο απόσταση από τη μητέρα του. Εάν, όμως, το παιδί δείχνει στοιχεία άγχους αποχωρισμού πριν αποκτήσει την ικανότητα να μπορεί να μετακινείται από μόνο του στο χώρο, τότε η μητέρα θα πρέπει να φροντίζει να βρίσκεται εντός του οπτικού πεδίου του παιδιού ή να του μιλά από εκεί που βρίσκεται ή, αν χρειασθεί, να το παίρνει κοντά της, γιατί το παιδί δεν έχει ακόμα τη δυνατότητα να γνωρίζει που πηγαίνει η μητέρα του αλλά ούτε και αν θα επιστρέψει.
Σταδιακά, το παιδί αποκτά την ικανότητα να κατανοεί πως κάτι που εξαφανίζεται από το οπτικό του πεδίο δεν εξαφανίζεται για πάντα αλλά συνεχίζει να υπάρχει παρόλο που δεν το βλέπει. Μπορούμε να διαπιστώσουμε αν το παιδί έχει αποκτήσει αυτήν την ικανότητα, κρύβοντας, για παράδειγμα, ένα αντικείμενο κάτω από ένα μαξιλάρι ή χαλί. Εάν το παιδί αρχίσει να ψάχνει το κρυμμένο αντικείμενο, αυτό σημαίνει πως έχει αποκτήσει την ικανότητα αυτή και, κατά συνέπεια, μπορεί πλέον να διαχειρίζεται καλύτερα το άγχος αποχωρισμού του στη συνέχεια.
Στη διάρκεια της περιόδου αυτής, το λεγόμενο «κρυφτούλι» είναι ένας πολύ καλός τρόπος να εξασκήσουμε το παιδί ώστε να αποκτήσει γρηγορότερα την παραπάνω ικανότητα. Για παράδειγμα, κρύβουμε αρχικά το πρόσωπό μας πίσω από μια κουβερτούλα, λέγοντας στο παιδί «που είναι η μαμά;» και αμέσως μετά να επανεμφανίζουμε το πρόσωπό μας. Το επόμενο βήμα μπορεί να είναι το να βγούμε από το δωμάτιο, ρωτώντας το ίδιο πράγμα, και κατόπιν να επανεμφανιστούμε γελώντας ή αγκαλιάζοντας το παιδί. Ένα τρίτο βήμα είναι να βγούμε από το δωμάτιο και να μιλάμε στο παιδί μέχρι σημείου που αντέχει κ.τ.λ.
Στις ηλικίες αυτές, θα πρέπει οπωσδήποτε να παίρνουμε υπόψη το άγχος του παιδιού ώστε να αποτραπεί τυχόν επιδείνωσή του. Ποτέ δεν θα πρέπει να φεύγουμε κρυφά από το παιδί, ξεγελώντας το ή αποσπώντας την προσοχή του με κάποιον τρόπο. Κάτι τέτοιο διευκολύνει μόνον εμάς τους ίδιους και αυτό πρόσκαιρα, γιατί στη συνέχεια θα εισπράξουμε τις ακόμα εντονότερες αντιδράσεις του παιδιού που δεν θα μας εμπιστεύεται πλέον εύκολα.
Όταν θα πρέπει να φύγουμε, είναι πολύ σημαντικό να αποχαιρετούμε πάντα το παιδί και, αν είναι δυνατόν, με τον ίδιο τρόπο ώστε να καταλάβει περί τίνος πρόκειται και διαβεβαιώνοντάς το πως θα επιστρέψουμε. Καλό είναι, επίσης, να υπάρχει πάντα και μια ανάλογη τελετουργία επανένωσης κατά τη στιγμή της επιστροφής. Όταν το παιδί βιώνει επανειλημμένα αυτές τις τελετουργίες, το άγχος αποχωρισμού του μειώνεται σταδιακά στις περισσότερες των περιπτώσεων.
Ακόμα και σύντομοι αποχωρισμοί, που προκαλούν άγχος, μπορεί να επηρεάσουν τη συμπεριφορά του παιδιού. Για παράδειγμα, το παιδί μπορεί να θέλει οπωσδήποτε να ακολουθεί τη μητέρα σε όποιο χώρο και αν αυτή πηγαίνει, ακόμα και στο μπάνιο. Αυτό σημαίνει πως έχει ανάγκη διαβεβαίωσης πως η μητέρα του δεν φεύγει και, όταν το διαπιστώνει, ησυχάζει, μπορώντας πλέον να ασχοληθεί με κάτι μόνο του. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι κουραστικό για τη μητέρα αλλά, εάν το αντέξει και ανταποκριθεί με ευαισθησία στις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού, στη συνέχεια θα εισπράξει τους καρπούς αυτών των προσπαθειών της πολλαπλά.
Στη διάρκεια της περιόδου αυτής, αποφεύγετε όσο είναι δυνατόν τους παρατεταμένους αποχωρισμούς. Εάν κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο, τότε είναι σημαντικό να βρίσκεται το παιδί σε οικείο και ασφαλές συναισθηματικά περιβάλλον και με άτομα που γνωρίζει καλά.
Η διάρκεια της περιόδου άγχους αποχωρισμού
Η περίοδος της ζωής που χαρακτηρίζεται από έντονο άγχος αποχωρισμού και φόβο για ξένα άτομα οριοθετείται, συνήθως, ανάμεσα στον 7ο και 24ο μήνα περίπου. Μετά τον 2ο χρόνο της ζωής και μέχρι τον 3ο, τα περισσότερα παιδιά νιώθουν αρκετά ασφαλή ώστε να είναι σε θέση να αποχωρισθούν τους γονείς τους για κάποιες ώρες ή και μέρες, με την προϋπόθεση αυτό γίνεται με τον σωστό τρόπο και την κατάλληλη προεργασία.
Μπορεί, όμως, να εξαφανισθεί και νωρίτερα. Οι ατομικές διαφορές είναι μεγάλες και, για το λόγο αυτό, δεν θα πρέπει να είμαστε με το ημερολόγιο στα χέρια, περιμένοντας τη λήξη της «εμπόλεμης» περιόδου. Το σημείο στο οποίο θα πρέπει να εστιαζόμαστε είναι τα όσα εμείς οι ίδιοι μπορούμε να κάνουμε ώστε να βοηθήσουμε το παιδί μας και, αν συμβεί αυτό, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα μειωθούν και οι δυσκολίες του στην καθημερινότητά μας.
Ας δώσουμε, λοιπόν, στα παιδιά μας την ασφάλεια που χρειάζονται και ας απολαύσουμε τις κοινές στιγμές μαζί τους. Ίσως αργότερα στη ζωή νοσταλγήσουμε τις στιγμές αυτές και, αν δεν τις έχουμε ζήσει, ίσως νιώσουμε πολύ άσχημα που δεν τις αξιολογήσαμε αρκετά ή δεν προσπαθήσαμε περισσότερο ώστε να τις χαρούμε πέρα ως πέρα.
Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D., Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής
Παιδί και άγχος αποχωρισμού: αιτιολογία, συμπτώματα, αντιμετώπιση
09 Monday Apr 2018
Μένουνε μόνοι τους επειδή είναι δυνατοί.
Επειδή δεν κουμπώνουν εύκολα σε όλες τις αγκαλιές.
Δεν κάνουνε εκπτώσεις στα συναισθήματα τους.
Δεν μένουνε μόνοι επειδή έχουνε κολλήσει στο παρελθόν.
Απλά κουβαλάνε μέσα τους τις αναμνήσεις τους και δεν θέλουνε να προχωρήσουνε.
Όχι από αδυναμία αλλά από αδιαφορία.
Αδιάφοροι είναι.
Βαριούνται να εξηγούνε, βαριούνται να ξαναρχίζουν.
Τους είναι πολύ εύκολο να κοιμούνται μόνοι τους ,παρά να κοιμίζουνε μέτριες αγάπες και μέτρια αισθήματα στο στήθος τους.
Τους είναι πολύ οικείο να τρώνε μόνοι τους,παρά να διασκεδάζουνε έξω με κάποιον που δεν θα ονομάσουνε ποτέ Ζωή τους.
Για αυτό αφήστε αυτούς τους περήφανους, τους ανόητους ρομαντικούς μόνους τους.
Δεν έχουνε να απολογηθούνε για την μοναξιά τους.
Κάποτε αγάπησαν, κάποτε λάτρεψαν, κάποτε πέθαναν για έναν έρωτα.
Δεν αγαπάνε κάθε μέρα και κάθε σαιζόν.
Αγαπάνε μια φορά και για πάντα.
Μην ασχολείστε με τους ανθρώπους τους μοναχικούς.
Δεν επέλεξε η μοναξιά εκείνους.
Εκείνοι την διάλεξαν,σε αντίθεση απο μία μίζερη και άνοστη ζωή.
Αφήστε τους μόνους τους.
Είναι το καλύτερο τους.
Μέσα στα σκοτάδια που άλλους τους τρομάζουν, εκείνοι φτιάχνουν τον δικό τους παράδεισο.
Η μοναξιά δεν είναι αναγκαστική για εκείνους.
Είναι λύτρωση.
Είναι απόλαυση.
Γιατί μοναξιά δεν είναι η απουσία της αγάπης απο την ζωή μας.
Είναι η αρετή που μέσα από εκείνη, μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε την αγάπη.
Γράφει η Μπέττυ Κούτσιου
Οι δυνατοί επιλέγουν την μοναξιά τους, γιατί δεν έμαθαν να κάνουν εκπτώσεις στα συναισθήματά τους